- ξαναμώραμα
- το выживание из ума
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παλιμπαιδισμός — ο το να συμπεριφέρεται ενήλικο άτομο σαν παιδί, ξαναμώραμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλίμπαις, αιδος + ισμός*] … Dictionary of Greek